- αμορφία
- η1) бесформенность, аморфность; 2) безобразие, уродливость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀμορφία — ἀμορφίᾱ , ἀμορφία formlessness fem nom/voc/acc dual ἀμορφίᾱ , ἀμορφία formlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφίᾳ — ἀμορφίαι , ἀμορφία formlessness fem nom/voc pl ἀμορφίᾱͅ , ἀμορφία formlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορφία — η (Α ἀμορφία) [ἄμορφος] έλλειψη μορφής, σχήματος αρχ. δυσμορφία, ασχήμια … Dictionary of Greek
αμορφία — η η έλλειψη μορφής: Το όλο κτίσμα το χαρακτήριζε αμορφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμορφίας — ἀμορφίᾱς , ἀμορφία formlessness fem acc pl ἀμορφίᾱς , ἀμορφία formlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφίαι — ἀμορφία formlessness fem nom/voc pl ἀμορφίᾱͅ , ἀμορφία formlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφίαν — ἀμορφίᾱν , ἀμορφία formlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφίῃ — ἀμορφία formlessness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
amorfía — ► sustantivo femenino 1 Calidad de amorfo, falto de forma. TAMBIÉN amorfía 2 MEDICINA Deformidad orgánica. * * * amorfia. (Del gr. ἀμορφία). f. Cualidad de amorfo. || 2. Deformidad orgánica. * * * ► femenino … Enciclopedia Universal
άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από … Dictionary of Greek
ԱՆԿԵՐՊՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0174 Chronological Sequence: 6c, 8c, 11c, 14c գ. Անկերպ եւ անկերպարան գոլն. տձեւութիւն. անշքութիւն. տգեղութիւն. ... ἁμορφία deformitas *Ակնարկելով առ անկերպութիւն առաջիկայիցն (դիականց) ամենայն տաղտկութեամբ լցեալ. Նիւս. թէոդոր.: *Ի բաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)